- μερτικό
- και μερδικό, το (Μ μερτικό[ν] και μερδικό[ν] και ἐμερτικόν και μεριδικόν)1. αυτό που αναλογεί σε κάποιον από μοιρασιά ή κληρονομιά, μερίδιο («πήρε το μερτικό του από την κληρονομιά και τό πούλησε σε ξένους»)2. ίση ή ανάλογη μερίδα, τμήμα, κομμάτι ενός συνόλου («το κτήμα χωρίστηκε σε τέσσερα μερτικά»)3. φρ. «βάνω το μερτικό μου» ή «έχω το μερτικό μου» — συμβάλλω, βοηθώνεοελλ.1. φρ. «με έχει για μισό μερτικό» — μέ θεωρεί ανάξιο2. παροιμ. «κλέφτης τού κλέφτη το μερτικό δεν κλέφτει» — λέγεται για περιπτώσεις αλληλεγγύης μεταξύ κλεφτών και απατεώνωνμσν.1. κτήμα, ιδιοκτησία2. συστατικό μέρος, στοιχείο3. κλασματικό τμήμα ποσού, ποσοστό4. πηλίκο5. μερίδα φαγητού6. ανταμοιβή7. σύνολο, ομάδα ανθρώπων8. κοινωνική μερίδα, τάξη9. διοικητική περιφέρεια, βασίλειο, κράτος10. τμήμα γης, τόπος, περιοχή11. τμήμα τόπου, θέση, σημείο12. φρ. α) «ἀπὸ τὸ μερτικόν μου» — από μέρους μου, με δική μου πρωτοβουλίαβ) «εἰς μερτικόν» — κάπως, ώς έναν βαθμόγ) «μερτικόν..., μερτικόν» — κατά ένα μέρος..., κατά το υπόλοιποδ) «εἰς τὸ μερτικόνσχετικά μεε) «ἔχω μερτικὸν ἀπὸ κάτι» — απολαμβάνωστ) «ἔχω μερτικὸν εἰς κάτι» — ενδιαφέρομαι προσωπικά για κάτιζ) «ἔχω μερτικὸν μὲ κάποιον» — συμφωνώ με κάποιον σε κάτι, συμμερίζομαι κάτιη) «παίρνω μερτικό» — συμπαραστέκομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεριτικόν, ουδ. τού επιθ. μεριτικός (< μερίτης) με ανομοιωτική αποβολή τού πρώτου -ι- (πρβλ. σιτάρι > στάρι, περιβόλι > περβόλι). Κατ' άλλη άποψη, < σερβ. mertik < ουγγρ. mertek. Η λ. μερδικό προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. μερτικό + μερίδιο].
Dictionary of Greek. 2013.